KPAG • Rechtsanwälte

Δικαιοσύνη και άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής

Publiziert am 23.März.2017 von Abraam Kosmidis
Κατά τα τελευταία, ιδίως, έτη της κρίσης, η δικαιοσύνη, κυρίως μέσω του Συμβουλίου της Επικρατείας, έχει πολλάκις ασχοληθεί με την συνταγματικότητα νομοθετικών διατάξεων που ουσιαστικό τους σκοπό είχαν την επίτευξη δημοσιονομικών αποτελεσμάτων, μέσα από την μείωση δαπανών ή την αύξηση των εισπράξεων του κράτους. Σε πολλές υποθέσεις, το ΣτΕ έκρινε αντισυνταγματικές της ρυθμίσεις του Έλληνα νομοθέτη, κρίνοντας ότι αυτές έρχονται σε αντίθεση με τις ανώτερης τυπικής ισχύος διατάξεις του ελληνικού Συντάγματος, κυρίως σε σχέση με θιγόμενα ανθρώπινα δικαιώματα.Ενδεικτικά παραδείγματα τέτοιων δικαστικών κρίσεων έχουν υπάρξει η κατάργηση επιβληθεισών μειώσεων σε ορισμένες συντάξεις καθώς και στο μισθολόγιο ορισμένων κατηγοριών μισθωτών και λειτουργών της Πολιτείας (δικαστών, στρατιωτικών), η  αντισυνταγματικότητα της παράτασης του χρόνου παραγραφής δικαιώματος φορολογικών ελέγχων εκ μέρους του κράτους κ.ά.Η κρίση επί νομοθετικών ρυθμίσεων εκ μέρους του ΣτΕ, που σε πολλές περιπτώσεις κατέληξε στην αντισυνταγματικότητα των ελεγχθεισών νομικών διατάξεων, πυροδότησε συζήτηση ως προς το κατά πόσο η δικαστική εξουσία μπορεί, ασκώντας τα συνταγματικώς προβλεπόμενα καθήκοντά της, να παρεμβαίνει, εμμέσως, στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής. Δεν είναι λίγες φορές που το ΣτΕ κατηγορήθηκε για έμμεση άσκηση δημοσιονομικής πολιτικής, υπό την έννοια ότι με την κατ’ ουσία κατάργηση διατάξεων που στόχο έχουν να επιτύχουν δημοσιονομικό αποτέλεσμα (μέσω της μείωσης των δαπανών ή της αύξησης των εσόδων μέσω της φορολογίας), τα περιθώρια της εκάστοτε νομοθετικής και εκτελεστικής εξουσίας στενεύουν ενίοτε σημαντικά.Τα όρια μεταξύ της δικαστικής και των λοιπών εξουσιών, αν και καταρχήν σαφώς ευδιάκριτα με βάση τις διατάξεις του Συντάγματος, στην πράξη αποδεικνύονται σχετικά. Ουδείς δύναται να αμφισβητήσει ότι η δικαστική εξουσία δικαιούται να ελέγχει τις πράξεις των λοιπών εξουσιών, ως προς το κατά πόσο αυτές εκφεύγουν των ορίων που το ίδιο το Σύνταγμα θέτει. Αυτός είναι άλλωστε και βασικός ρόλος που επιτελεί στο πλαίσιο του κράτους δικαίου που (πρέπει να) διέπει κάθε δημοκρατική κοινωνία.Τίθεται ωστόσο το εύλογο ερώτημα, κατά πόσο τα δικαστήρια μπορούν να ακυρώνουν ως αντισυνταγματικές διατάξεις οι οποίες έχουν πρωτίστως δημοσιονομικό χαρακτήρα. Η δημοσιονομική πολιτική, αδιαμφισβήτητα, δεν ανήκει στην δικαστική, αλλά στις έτερες δύο εξουσίες, τη νομοθετική που καταστρώνει τους νόμους, και την εκτελεστική που τους εφαρμόζει. Όταν, για παράδειγμα, η Βουλή αποφασίζει με τις νόμιμες διαδικασίες ότι πρέπει να επιβληθεί μείωση στις καταβαλλόμενες συντάξεις, προφανές είναι ότι το κάνει επειδή, κατά κύριο λόγο, κρίνει ότι η συνέχιση χορήγησης συντάξεων στο συγκεκριμένο ύψος απειλεί την σταθερότητα του δημοσιονομικού συστήματος. Τυχόν συνέχιση καταβολής τους στο ίδιο ύψος δημιουργεί χρηματοδοτικό κενό το οποίο, ελλείψει πρόσβασης σε φθηνό δανεισμό, πρέπει να καλυφθεί είτε με την αύξηση των φόρων και εισφορών άλλων κατηγοριών πολιτών, είτε με την επιβολή μείωσης σε άλλες κατηγορίες δαπανών.Μένοντας στο ίδιο παράδειγμα, υποτεθείσθω ότι τα αρμόδια δικαστήρια έκριναν ότι όλοι οι καταβαλλόμενοι σήμερα μισθοί του Δημοσίου και συντάξεις δεν μπορούν να μειωθούν περαιτέρω (έστω εμμέσως, με την αύξηση π.χ. του φόρου εισοδήματος που επιβάλλεται επ’ αυτών), επειδή ίσα-ίσα διασφαλίζουν ένα εύλογο επίπεδο διαβίωσης στους αντίστοιχους πολίτες που λαμβάνουν τις εν λόγω συντάξεις και μισθούς. Η κυβέρνηση, συμμορφούμενη με την εν λόγω δικαστική κρίση, θα έπρεπε να υπερφορολογήσει τους λοιπούς πολίτες και τις δραστηριότητές τους για να καλύψει την καταβολή των μισθών και συντάξεων στο ήδη καταβαλλόμενο ύψος.Εάν το έκανε δε και οι τελευταίοι επίσης προσέφευγαν για αντισυνταγματικότητα της υπερφορολόγησης των εισοδημάτων και κεφαλαίων τους, τι θα γινόταν εάν τα δικαστήρια έκριναν ότι και η εν λόγω υπερφορολόγηση είναι αντισυνταγματική επειδή δε διασφαλίζει στους τελευταίους εύλογο επίπεδο διαβίωσης;Το ανωτέρω παράδειγμα είναι, ενδεχομένως, υπερβολικό. Καταδεικνύει ωστόσο, ότι τα δικαστήρια επεμβαίνουν εμμέσως πλην σαφώς στην άσκηση της δημοσιονομικής πολιτικής μέσω τέτοιων κρίσεων. Διότι, αποκλειομένης της εκάστοτε νομοθετικής εξουσίας από την επιλογή συγκεκριμένων νομοθετικών παρεμβάσεων όπως π.χ. μείωση ορισμένων συντάξεων, μέσω αντίστοιχης δικαστικής κρίσης, πρέπει να στρέφεται σε άλλες λύσεις δημοσιονομικού αποτελέσματος τις οποίες, καταρχήν, μπορεί να μην επιθυμούσε.Θα πρέπει να υπογραμμιστεί δε ότι η εκάστοτε κυβέρνηση έχει, καταρχήν, πολύ πληρέστερη εικόνα των δημοσιονομικών της Πολιτείας απ’  ό,τι η δικαστική εξουσία. Η τελευταία σπανίως π.χ. θα ασχοληθεί – και δεν έχει συνήθως επαρκείς γνώσεις προς τούτο – με τις οικονομικές συνέπειες της δικαστικής της κρίσης, η οποία μπορεί να οδηγήσει σε δημοσιονομικά προβληματικά – τουλάχιστον – αποτελέσματα.Τα ανωτέρω δεν σημαίνουν, φυσικά, ότι η νομοθετική και εκτελεστική εξουσία μπορούν να αγνοούν τις επιταγές του Συντάγματος. Θα πρέπει, ωστόσο, η δικαστική εξουσία να λαμβάνει – στο μέτρο του δυνατού – υπ’ όψιν τις οικονομικές συνέπειες που μπορεί να έχει η κρίση της. Ειδικά σε εποχές σαν τη σημερινή, με εν τοις πράγμασι χρεωκοπημένη την ελληνική οικονομία και την εν πολλοίς έλλειψη πραγματικής δυνατότητας εύρεσης εναλλακτικών λύσεων εκ μέρους της εκάστοτε κυβέρνησης.